θωρακωτό

θωρακωτό
το
1. θωρηκτό.
2. πλοίο που οι ιστοί του έχουν θωράκια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θοιρακωτός — ή, ό [θώρακας] 1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος 2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτό α) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδο β) θωρηκτό* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”